Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

J.P.Sartre: Η κόλασή μου είναι οι άλλοι








Ζαν  Πωλ  Σαρτρ
1905–1980


Ύπαρξη  και  Ελευθερία


§1

Ο Σαρτρ ανήκει στους πιο διάσημους εκπροσώπους του γαλλικού αθεϊστικού υπαρξισμού. Από τη μια πλευρά, η πολιτική του στράτευση με το κίνημα της μαρξιστικής αριστεράς, ακόμη και μετά τη διάρρηξη των σχέσεών του με το κομμουνιστικό κόμμα της Γαλλίας, και από την άλλη το ριζωμένο περισσότερο στον ιδεαλισμό και στη φαινομενολογία και λιγότερο στο μαρξισμό φιλοσοφικό του credo τον ανέδειξαν σε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της μεταπολεμικής εποχής. Το έργο του, σε κάθε περίπτωση, εξακολουθεί να εμπνέει και να μας διανοίγει οδούς. Το βασικό του φιλοσοφικό κείμενο φέρει τον τίτλο Είναι και Μηδέν και πραγματεύεται την ιδέα του Είναι υπό μια
διττή οπτική: το Είναι ως καθεαυτό και το Είναι ως διεαυτό. Το πρώτο Είναι συνυφαίνεται με την πληρότητα της ύπαρξης, το δεύτερο με την κενότητά της. Πώς κατανοείται τούτο; Το πρώτο λειτουργεί ως κατάφαση της ζωής: προκειμένου να υπάρξει γνώση, χρειάζεται να καταφάσκει κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από τη γνώση. Τούτο το κάτι είναι το καθεαυτό. Παρουσιάζεται με διάφορους τρόπους στη ζωή μας: προβάλλει ως φαινόμενο και συνάμα ως μια σταθερά, ως μια ύλη που αναπαύεται, που ησυχάζει. Αυτό αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση: το αντικείμενο.

§2

 Στην αναλογία τούτη, η λειτουργία ορισμένων αισθημάτων μας βεβαιώνει πως η ύπαρξή μας διέπεται από αυτό τούτο το καθεαυτό: φέρει μέσα της μια κάποια νοσταλγία του ως του αντικειμενικού, του σταθερού, του στατικού, της ανάπαυσης. Μέσα σε μια τέτοια ανάπαυση, η ύπαρξή μας βρίσκει την πλησμονή της και ελευθερώνεται από τα συναισθήματα της ναυτίας, της αηδίας, της έκπτωσης, της αποστροφής που της επιφυλάσσει ο κόσμος. Αυτός είναι και ο λόγος που πάντοτε, ως ύπαρξη, νοσταλγούμε την ως άνω ανάπαυση, τον δέοντα ησυχασμό μας. Το καθεαυτό επομένως αποτελεί τη βάση και το στήριγμα του διεαυτό. Το τελευταίο είναι κάτι που αντιστοιχεί σε μια επιπολάζουσα και ρευστή συνείδηση του κόσμου· παραπέμπει στο υποκειμενικό, επέχει θέση υποκειμένου, το οποίο αγωνιωδώς αποζητά την αντικειμενική του αυταξίωση, την πλήρωσή του μέσα στο καθεαυτό. Η απουσία του τελευταίου συνεπάγεται για το διεαυτό, για το υποκείμενο, έκπτωση, μηδενισμό. Έτσι ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο κάνει την εμφάνισή του και νομιμοποιείται το μηδέν.  Ο Σαρτρ, σε αντίθεση προς άλλους μεγάλους φιλοσόφους που οδεύουν από το καθεαυτό προς το διεαυτό, καθιδρύει την υπαρξιακή όδευση από το διεαυτό προς το καθεαυτό: από την κίνηση στη σταθερότητα, στην πλησμονή της γαλήνης και της ανάπαυσης· στη διαρκή φυγή από το ον, στην από-ξένωση από το διεαυτό, στην υπέρβασή του. Μια τέτοια υπέρβαση συνιστά το Είναι της ανθρώπινης ύπαρξης, το δικό μου Είναι. Αυτό-εδώ ωστόσο, όταν βρίσκεται ενώπιον του βλέμματος του άλλου, απολιθώνεται, αποξενώνεται από τον εαυτό του, με την έννοια ότι εγκαταλείπει την ως άνω αποξένωση από το διεαυτό και γίνεται «δούλος» του βλέμματος του άλλου, δηλαδή ένα εκ-τεθειμένο ον, που εξαρτάται από μια ελευθερία, που δεν είναι δική του αλλά ταυτόχρονα αναγκαία συνθήκη του Είναι του.

§3

Ποια αίσθηση δημιουργείται για την ύπαρξη ως υποκείμενο, όταν έρχεται αντιμέτωπη με το αντικειμενικό Είναι; Η αίσθηση ότι αυτή αποτελεί μια ρωγμή μέσα στην αντικειμενική πραγματικότητα, ότι αντανακλά τη μηδένωση. Ωστόσο, η εν λόγω ύπαρξη, από τη σκοπιά της δικής της υποκειμενικότητας, έχει μόνο μια δυνατότητα: να είναι ελεύθερη. Ελεύθερη σε έναν αγώνα απόγνωσης (για) να διασώζει το ατομικό της Είναι απέναντι στην αντικειμενικότητα, (για) να μη χάνεται μέσα στην ανωνυμία του αντικειμενικού Είναι. Να γιατί, αντιτιθέμενος σε τούτο το σημείο προς τον Χάιντεγκερ, ο Σαρτρ αποφαίνεται: η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Αναλογικά  λοιπόν, ανάμεσα στο Είναι και την ύπαρξη, υπάρχει μια βασική διαφορά: όλα τα όντα, εκτός από τον άνθρωπο, κατασκευάζονται ή δημιουργούνται σύμφωνα με μια ιδέα, όπως π.χ. ένα σπίτι, τα διάφορα βιομηχανικά προϊόντα κ.α. Απεναντίας, ο άνθρωπος φέρει ο ίδιος την απόλυτη ευθύνη για την ύπαρξή του. Κατά τη γέννησή του, αυτός υπάρχει απλώς χωρίς να είναι ούτε καλός, ούτε κακός, ούτε μορφωμένος, ούτε αμόρφωτος, ούτε υποδηματοποιός, ούτε οτιδήποτε άλλο. Γίνεται ό,τι είναι δυνατόν να γίνει στην πορεία της ζωής του δια της δικής του δράσης: στην αρχή λοιπόν υπάρχει μόνο ως ένα μηδέν και δια του αγώνα για την ελευθερία του γίνεται ουσία. Σε μια τέτοια βάση εδραιώνεται και ο αθεϊσμός του: ο θεός συνιστά για τον άνθρωπο τον αστυνόμο της παγκόσμιας τάξης και έχει ως έργο την ακύρωση της απόλυτης, της απεριόριστης ελευθερίας της ύπαρξής του. Μια τέτοια ελευθερία, διαλεκτικά ιδωμένη, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την αδυνατότητα να φύγω από τη διαρκή φυγή μου, καθώς το βλέμμα του άλλου με καθιστά ανυπερθέτως ένα ον ριγμένο μέσα σε έναν κόσμο μη οικείο σε εμένα, με μετα-ποιεί σε αντικείμενο, δηλαδή σε καθεαυτό. Ο άλλος με το βλέμμα του με καταδικάζει να είμαι για τον εαυτό  μου, δηλ. διεαυτόν, ό,τι είμαι καθεαυτόν, ό,τι είμαι για τον άλλο. Αυτός ο άλλος έτσι είναι η «κόλασή» μου και ως τέτοιος με καταδικάζει να είμαι ελεύθερος με την παραπάνω έννοια.